Το σφαγείο των λέξεων.
Η αλληλουχία των λέξεων επαναλαμβάνεται μονότονα και οι χειρονομίες συναντιούνται με το χθεσινό τους είδωλο στα προεκλογικά πάνελ των καναλιών. Το απεγνωσμένο ζάπινγκ αποτυγχάνει να γίνει λυτρωτικό. Υπνωτισμένοι με το τηλεκοντρόλ ανά χείρας ζούμε καθημερινά ένα αφόρητο deja vu όπου μόνο το πλούσιο βεστιάριο των παρουσιαστών εξασφαλίζει την αναγκαία συνθήκη του θεάματος, την ψευδαίσθησης της αλλαγής.
Κάποτε το νομίζαμε διασκεδαστικό. Σήμερα διαπιστώνουμε το κόστος αυτής μας της απρονοησίας. Αφήσαμε τις λέξεις μας ανυπεράσπιστες και τώρα παρατηρούμε τα φαντάσματά τους να επιστρέφουν απειλητικά. Αφήσαμε τα νοήματα να αιμορραγούν χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το αίμα έθρεφε τα πλάσματα της νύχτας, τους βρικόλακες της εξουσίας. Αυτούς που μονότονα επαναλαμβάνουν το άνυδρο μουρμουρητό του κυρίαρχου λόγου. Ενός λόγου που δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλημμυρίδα ευφημισμών, μετωνυμιών και διαστρεβλώσεων.
Ο Πρετεντέρης ονομάζει την εκπομπή του ΑΝΑΤΡΟΠΗ
και ο Χρυσοχοΐδης το υπουργείο του Προστασίας του Πολίτη
Δεν πρόκειται για τον εξορκιστικό ευφημισμό που μετατρέπει τη Μαύρη Θάλασσα σε Εύξεινο Πόντο αλλά για επιτελεστικό λόγο που εξασφαλίζει ότι στην αυτοκρατορία της αιώνιας γαλήνης όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια συμφέροντα και το ίδιο ενδιαφέρον να διατηρηθεί η υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική τάξη, και επομένως η κοινωνική συναίνεση είναι αυτονόητη, γι’ αυτό τίποτε δεν συνέβη ούτε θα συμβεί ποτέ.
Οι λέξεις έρχονται και παρέρχονται, οι σημασίες εξατμίζονται. Η εξουσία τις αλλάζει, τις διαστρέφει, αυξομειώνει τις αξίες τους στο χρηματιστήριο της ιδεολογίας. Το παιχνίδι των λέξεων δεν είναι παρά η αθόρυβη πλευρά του πολέμου της ηγεμονίας. Είναι μια μοντέρνα σαμανιστική τελετουργική μεσολάβηση που επιχειρεί να απαλύνει την βία της πραγματικότητας. Στο ρολό του μεγάλου σαμάνου τα ΜΜΕ.
Ο Τζορτζ Όργουελ, το περιέγραψε με θαυμαστή αδρότητα στο «1984»:
« … Όταν τελειώσουμε, οι άνθρωποι σαν εσένα θα πρέπει να μάθουν τη Νέα Ομιλία, που τώρα κατασκευάζουμε, απ’ αρχής. Πιστεύεις, φαντάζομαι, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφευρίσκουμε νέες λέξεις. Αλλά δε συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο! Καταστρέφουμε λέξεις – εικοσάδες, εκατοντάδες κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα ως το κόκαλο
… Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δε θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς
…. Η Παλαιά Ομιλία θα εκτοπιστεί μια για πάντα και θα σπάσει και ο τελευταίος κρίκος με το παρελθόν»
Ο κόσμος αλλάζει, αν αλλάξουν οι λέξεις.
Θυμηθείτε:
Την ισχυρή Ελλάδα του Σημίτη που σήμαινε τον χρηματιστηριακό τζόγο
Την χρηστή διαχείριση που σήμαινε Τσουκάτους και Τσοχατζόπουλους
Ένα αναρίθμητο πλήθος μετωνυμιών -μεταρρύθμιση, αξιοποίηση, εκσυγχρονισμός, ορθολογισμός, διαρθρωτικές αλλαγές, ευέλικτος, απασχολήσιμος, δια βίου μάθηση, δημοκρατία … - είναι τα άνθη του τεχνοκρατικού-εξουσιαστικού λόγου, ενώ και μόνο η εκφορά της λέξης ανταγωνιστικότητα χαρίζει ρίγη σεξουαλικής διέγερσης στους μισθοφόρους του συστήματος. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν κάποιοι βιρτουόζοι της γλωσσικής παραπλάνησης. Κορυφαίος όλων ο Βενιζέλος, ο άνθρωπος που ανερυθρίαστα βάφτισε το χαράτσι των ακινήτων μικρό ασφάλιστρο κινδύνου. Ο ίδιος θα μας ζητήσει να πιστέψουμε ότι η αντιμνημονιακές πολιτικές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια εκτός ευρώ, αδιαφορώντας αν τα μαθηματικά που επικαλείται απαιτούν την απόδειξη και όχι την πίστη.
Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Η εξουσία διαστρέφει τις λέξεις γιατί πρέπει να ελέγξει τις σημασίες. Είναι ο τρόπος να αποδυναμωθεί η κοινωνική πραγματικότητα και να παρουσιαστεί λιγότερο αποτρόπαιη, φυσιολογική και προπαντός αναπόφευκτη.
Τα προηγούμενα παραδείγματα, παρά την εξόφθαλμη χοντροκοπιά τους και το διάχυτο κυνισμό τους, εξακολουθούν να λειτουργούν πειστικά για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, όμως για τους περισσοτέρους σύντομα καταρρέουν και κυρίως όταν η πραγματικότητα υπερβαίνει το όριο σκληρότητας για το οποίο είχε προβλεφθεί η περίτεχνη πολιτική ορθότητα και η λεπτότητα των νεολογισμών.
Όμως η υπεροχή της γλώσσας της εξουσίας δε βρίσκεται στο ότι επιβάλλει μια ψευδή συνείδηση ή μια παραμορφωτική εικόνα της πραγματικότητας, αλλά στο ότι κατασκευάζει σημασιολογικές κατηγορίες μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να αντιλαμβάνονται και να βιώνουν τη σχέση τους με τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους.
Η γλώσσα της εξουσίας κατασκευάζει την πραγματικότητα γιατί η πραγματικότητα δεν είναι παρά μια αφήγηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα γεγονότα δεν υπάρχουν αυτόνομα, πέρα από την ανθρώπινη συνείδηση, αλλά ότι η συνείδηση των γεγονότων προκύπτει από τις αφηγήσεις μας γι’ αυτά. Οι άνθρωποι υιοθετώντας ως δική τους αυτή την εκδοχή της πραγματικότητας συντελούν στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και στη διατήρηση των ταξικών, εξουσιαστικών και ιεραρχικών μορφών. Αφού εγκαταστήσει τη γλώσσα της η εξουσία, μπορεί να περιοριστεί στο ρόλο του επιστάτη στον πύργο της Βαβέλ που κατασκεύασε, επιθεωρώντας και επισκευάζοντας από καιρού εις καιρόν τις γλωσσικές μόδες που τον αποτελούν. Την υπόλοιπη δουλειά θα την κάνουν οι υπήκοοί της που έχουν χάσει την κυριότητα του νοήματος πριν καν εκφέρουν το λόγο τους.
Σε αντιστοιχία με τον γενικευμένο διαχωρισμό του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, θα πρέπει να κατανοήσουμε τον γενικευμένο διαχωρισμό των ανθρώπων από το προϊόν του λόγου τους. Η αλλοτρίωση του ομιλούντα από το προϊόν του λόγου του εκφράζεται ως εξής: όσο περισσότερο χρησιμοποιεί τα λεκτικά σχήματα της εξουσίας τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τη δυνατότητα της κατανόησης. Μέσα από την οριοθετημένη γλώσσα της εξουσίας οι άνθρωποι νομίζουν ότι αναπαράγουν την προσωπικότητα και τη κοινωνικότητά τους αλλά κυρίως αναπαράγουν τις συνθήκες της αποστέρησης και την αποξένωσή τους όχι μόνο από την τάξη τους αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό τους, καθώς η ψευτοεπικοινωνιακή γλώσσα αδειάζει το βίωμα από την ουσία του. Όσο περισσότερο δέχεται κανείς να εντάσσει στο λόγο του το κυρίαρχο λεξιλόγιο τόσο απομακρύνεται από τη δική του συνείδηση. Οι λέξεις του δεν του ανήκουν αλλά οργανώνουν το εχθρικό σκηνικό της υποτέλειας μέσα στο οποίο λιγότερο η περισσότερο υπάρχουμε ως Προλετάριοι του Νοήματος.
Η εξουσία δημιουργεί ένα κλειστό ταυτολογικό σύστημα σημασιών που καταδικάζει σε ακατανοησία ότι δε χωράει στα σχήματά της. Εν αρχή ην ο λόγος της εξουσίας και ο λόγος ην προς την εξουσία και εξουσία ην ο λόγος.
Με θεό η χωρίς κάθε εξουσία έχει τη μεταφυσική της.
Όπως αργά η γρήγορα ο απρόσεχτος βιολόγος θα αυτοπαγιδευτεί στην ανώδυνη φράση: «το τάδε είδος παρουσιάζει αυτό το χαρακτηριστικό για να προστατευτεί από τους εχθρούς του» και χωρίς να το αντιληφθεί θα πετάξει τους τόμους του δαρβινισμού στα σκουπίδια μπάζοντας με το αθόρυβο «για να» τον ευφυή σχεδιασμό και το θεό-δημιουργό από το παράθυρο -οι αρχαϊκοί μύθοι βρίσκουν στα γλωσσικά στερεότυπα ιδανικούς ξενιστές- έτσι οι άνθρωποι αναπαράγοντας στον καθημερινό τους λόγο τα αθόρυβα κλισέ του κυρίαρχου λόγου αποδέχονται μια εικόνα του κόσμου στην οποία η υποταγή τους αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη που τον συνέχει.
Οι αγορές ανησυχούν! Στο τετριμμένο αυτό κλισέ που διανθίζει καθημερινά το λόγο των αμόρφωτων η εντεταλμένων δημοσιογράφων, αποκαλύπτεται η μεταφυσική οντολογία του νεοφιλελευθερισμού. Οι αγορές απόκτησαν συναισθήματα και ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα αναλήφθηκε σε έναν υπερουράνιο χώρο προς τον οποίο μπορούμε μόνο να απευθύνουμε με ταπεινότητα τους ύμνους, τις δεήσεις και τις παρακλήσεις μας. Μπορούμε ακόμα να παρακολουθούμε τις αναλύσεις των τεχνικών της εξουσίας με την προσήλωση που άλλοτε παρακολουθούσαμε τις συζητήσεις των θεολόγων για το φύλλο των αγγέλων.
Η βασική εγκαταστημένη παρανόηση πάνω στην οποία ερίδεται η αλλοτριωμένη σχέση των ανθρώπων με τη γλώσσα βρίσκεται στην ψευδαίσθηση ότι η γλώσσα αντανακλά παθητικά την πραγματικότητα, ότι τα γεγονότα είναι «ουδέτερα» και είναι δυνατή η καταγραφή τους όπως πραγματικά υπάρχουν «εκεί έξω». Αυτή η παραδοχή εξασφαλίζει την πίστη στην καθολική εγκυρότητά της και συσκοτίζει το γεγονός ότι πρόκειται για ιδεολογική δομή η οποία προσδίδει στη φυσική ή κοινωνική πραγματικότητα μια συγκεκριμένη εννοιολογική οργάνωση, παρουσιάζοντάς την αιώνια και φυσική ενώ στην πραγματικότητα είναι μεταβατική, ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένη.
Η κάθε γλωσσική μόδα της εξουσίας αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ιστορικότητα της αλλοτρίωσης αλλά ταυτόχρονα μιας ιστορικότητας της σύγκρουσης που μοιραία αναδύεται όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με την αντίφαση ανάμεσα στις κυρίαρχες ψευδαισθήσεις και τις υλικές συνθήκες της ζωής τους. Η συγκρότηση της γλώσσας θα πρέπει να κατανοηθεί όχι ως μια κατασκευή της εξουσίας αλλά ως προϊόν κοινωνικής σύγκρουσης. Μιας άνισης βέβαια σύγκρουσης. Οι λέξεις υπηρετούν την εξουσία καλυτέρα απ' ότι υπηρετούν τους ανθρώπους.
Όμως, αν και πάντα είναι αργα να κλεισεις την κερκόπορτα που άφησες ανοιχτή, ο αγώνας δεν τελειώνει στο κατώφλι της, γιατί το ζωντανό θα εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στη Νεκρή Θάλασσα του Κεφάλαιου και το αληθινό θα εξακολουθεί να υπάρχει ως στιγμή μέσα στο ψεύτικο, εφόσον οι άνθρωποι παραμένουν πραγματικοί και η ζωή τους δεν έχει συρρικνωθεί σε θεωρητικό σχήμα.
Αυτές οι στιγμές όπου η επιθυμία γίνεται συνειδητή είναι τα προγεφυρώματα της δικής μας γλώσσας απ’ όπου θα πρέπει να οργανώνεται η επιθυμία για συνείδηση. Η δική μας γλωσσά είναι η γλώσσα της βιωμένης ποίησης και όχι της ποιητικής εξιδανίκευσης του βιώματος, της πραγματοποιημένης φιλοσοφίας, όχι της φιλοσοφικής θεώρησης της πραγματικότητας. Στη δική μας γλωσσά η επαναστατική θεωρία και οι λέξεις των ερωτευμένων βρίσκονται στην ίδια επικράτεια.
Η δική μας γλώσσα θα είναι εγγεγραμμένη στον ενεστώτα διαρκείας της διακινδύνευσης και όχι στον συντελεσμένο μέλλοντα της ζωής του μέλλοντος αιώνος σαν τον πρωτογονισμό της ιδιολέκτου του ΚΚΕ της οποίας ο εκκωφαντικός μπρουταλισμός και η αξιοθρήνητη λεξιπενία – λυκοσυμμορία, πλουτοκρατία, ευρωμονόδρομος και πεντέξη ακόμα λέξεις- πάνε αγκαλιά με το συντακτικό της θεοκρατίας.
Δεν θέλουμε να οικοδομήσουμε την τέλεια γλώσσα, ούτε τον τέλειο κόσμο. Θέλουμε να μεγαλώνουμε την επικράτεια της αλήθειας και να κάνουμε τον κόσμο λιγότερο ανυπόφορο και ωμό από όσο είναι σήμερα
Όσο πιο πολύ αποτοξινώνονται οι άνθρωποι από την ξύλινη γλώσσα της εξουσίας τόσο πιο πολύ θα νιώθουν την ανάγκη να της αντισταθούν
Πηγή:
Εντροπία
Η αλληλουχία των λέξεων επαναλαμβάνεται μονότονα και οι χειρονομίες συναντιούνται με το χθεσινό τους είδωλο στα προεκλογικά πάνελ των καναλιών. Το απεγνωσμένο ζάπινγκ αποτυγχάνει να γίνει λυτρωτικό. Υπνωτισμένοι με το τηλεκοντρόλ ανά χείρας ζούμε καθημερινά ένα αφόρητο deja vu όπου μόνο το πλούσιο βεστιάριο των παρουσιαστών εξασφαλίζει την αναγκαία συνθήκη του θεάματος, την ψευδαίσθησης της αλλαγής.
Κάποτε το νομίζαμε διασκεδαστικό. Σήμερα διαπιστώνουμε το κόστος αυτής μας της απρονοησίας. Αφήσαμε τις λέξεις μας ανυπεράσπιστες και τώρα παρατηρούμε τα φαντάσματά τους να επιστρέφουν απειλητικά. Αφήσαμε τα νοήματα να αιμορραγούν χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το αίμα έθρεφε τα πλάσματα της νύχτας, τους βρικόλακες της εξουσίας. Αυτούς που μονότονα επαναλαμβάνουν το άνυδρο μουρμουρητό του κυρίαρχου λόγου. Ενός λόγου που δεν είναι τίποτα άλλο από μια πλημμυρίδα ευφημισμών, μετωνυμιών και διαστρεβλώσεων.
Ο Πρετεντέρης ονομάζει την εκπομπή του ΑΝΑΤΡΟΠΗ
και ο Χρυσοχοΐδης το υπουργείο του Προστασίας του Πολίτη
Δεν πρόκειται για τον εξορκιστικό ευφημισμό που μετατρέπει τη Μαύρη Θάλασσα σε Εύξεινο Πόντο αλλά για επιτελεστικό λόγο που εξασφαλίζει ότι στην αυτοκρατορία της αιώνιας γαλήνης όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια συμφέροντα και το ίδιο ενδιαφέρον να διατηρηθεί η υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική τάξη, και επομένως η κοινωνική συναίνεση είναι αυτονόητη, γι’ αυτό τίποτε δεν συνέβη ούτε θα συμβεί ποτέ.
Οι λέξεις έρχονται και παρέρχονται, οι σημασίες εξατμίζονται. Η εξουσία τις αλλάζει, τις διαστρέφει, αυξομειώνει τις αξίες τους στο χρηματιστήριο της ιδεολογίας. Το παιχνίδι των λέξεων δεν είναι παρά η αθόρυβη πλευρά του πολέμου της ηγεμονίας. Είναι μια μοντέρνα σαμανιστική τελετουργική μεσολάβηση που επιχειρεί να απαλύνει την βία της πραγματικότητας. Στο ρολό του μεγάλου σαμάνου τα ΜΜΕ.
Ο Τζορτζ Όργουελ, το περιέγραψε με θαυμαστή αδρότητα στο «1984»:
« … Όταν τελειώσουμε, οι άνθρωποι σαν εσένα θα πρέπει να μάθουν τη Νέα Ομιλία, που τώρα κατασκευάζουμε, απ’ αρχής. Πιστεύεις, φαντάζομαι, ότι η κύρια δουλειά μας είναι να εφευρίσκουμε νέες λέξεις. Αλλά δε συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο! Καταστρέφουμε λέξεις – εικοσάδες, εκατοντάδες κάθε μέρα. Πετσοκόβουμε τη γλώσσα ως το κόκαλο
… Στο τέλος θα κάνουμε κυριολεκτικά αδύνατο το έγκλημα της σκέψης, γιατί δε θα υπάρχουν λέξεις για να το εκφράσει κανείς
…. Η Παλαιά Ομιλία θα εκτοπιστεί μια για πάντα και θα σπάσει και ο τελευταίος κρίκος με το παρελθόν»
Ο κόσμος αλλάζει, αν αλλάξουν οι λέξεις.
Θυμηθείτε:
Την ισχυρή Ελλάδα του Σημίτη που σήμαινε τον χρηματιστηριακό τζόγο
Την χρηστή διαχείριση που σήμαινε Τσουκάτους και Τσοχατζόπουλους
Ένα αναρίθμητο πλήθος μετωνυμιών -μεταρρύθμιση, αξιοποίηση, εκσυγχρονισμός, ορθολογισμός, διαρθρωτικές αλλαγές, ευέλικτος, απασχολήσιμος, δια βίου μάθηση, δημοκρατία … - είναι τα άνθη του τεχνοκρατικού-εξουσιαστικού λόγου, ενώ και μόνο η εκφορά της λέξης ανταγωνιστικότητα χαρίζει ρίγη σεξουαλικής διέγερσης στους μισθοφόρους του συστήματος. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν κάποιοι βιρτουόζοι της γλωσσικής παραπλάνησης. Κορυφαίος όλων ο Βενιζέλος, ο άνθρωπος που ανερυθρίαστα βάφτισε το χαράτσι των ακινήτων μικρό ασφάλιστρο κινδύνου. Ο ίδιος θα μας ζητήσει να πιστέψουμε ότι η αντιμνημονιακές πολιτικές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια εκτός ευρώ, αδιαφορώντας αν τα μαθηματικά που επικαλείται απαιτούν την απόδειξη και όχι την πίστη.
Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Η εξουσία διαστρέφει τις λέξεις γιατί πρέπει να ελέγξει τις σημασίες. Είναι ο τρόπος να αποδυναμωθεί η κοινωνική πραγματικότητα και να παρουσιαστεί λιγότερο αποτρόπαιη, φυσιολογική και προπαντός αναπόφευκτη.
Τα προηγούμενα παραδείγματα, παρά την εξόφθαλμη χοντροκοπιά τους και το διάχυτο κυνισμό τους, εξακολουθούν να λειτουργούν πειστικά για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, όμως για τους περισσοτέρους σύντομα καταρρέουν και κυρίως όταν η πραγματικότητα υπερβαίνει το όριο σκληρότητας για το οποίο είχε προβλεφθεί η περίτεχνη πολιτική ορθότητα και η λεπτότητα των νεολογισμών.
Όμως η υπεροχή της γλώσσας της εξουσίας δε βρίσκεται στο ότι επιβάλλει μια ψευδή συνείδηση ή μια παραμορφωτική εικόνα της πραγματικότητας, αλλά στο ότι κατασκευάζει σημασιολογικές κατηγορίες μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να αντιλαμβάνονται και να βιώνουν τη σχέση τους με τις υλικές συνθήκες της ύπαρξής τους.
Η γλώσσα της εξουσίας κατασκευάζει την πραγματικότητα γιατί η πραγματικότητα δεν είναι παρά μια αφήγηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα γεγονότα δεν υπάρχουν αυτόνομα, πέρα από την ανθρώπινη συνείδηση, αλλά ότι η συνείδηση των γεγονότων προκύπτει από τις αφηγήσεις μας γι’ αυτά. Οι άνθρωποι υιοθετώντας ως δική τους αυτή την εκδοχή της πραγματικότητας συντελούν στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και στη διατήρηση των ταξικών, εξουσιαστικών και ιεραρχικών μορφών. Αφού εγκαταστήσει τη γλώσσα της η εξουσία, μπορεί να περιοριστεί στο ρόλο του επιστάτη στον πύργο της Βαβέλ που κατασκεύασε, επιθεωρώντας και επισκευάζοντας από καιρού εις καιρόν τις γλωσσικές μόδες που τον αποτελούν. Την υπόλοιπη δουλειά θα την κάνουν οι υπήκοοί της που έχουν χάσει την κυριότητα του νοήματος πριν καν εκφέρουν το λόγο τους.
Σε αντιστοιχία με τον γενικευμένο διαχωρισμό του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, θα πρέπει να κατανοήσουμε τον γενικευμένο διαχωρισμό των ανθρώπων από το προϊόν του λόγου τους. Η αλλοτρίωση του ομιλούντα από το προϊόν του λόγου του εκφράζεται ως εξής: όσο περισσότερο χρησιμοποιεί τα λεκτικά σχήματα της εξουσίας τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τη δυνατότητα της κατανόησης. Μέσα από την οριοθετημένη γλώσσα της εξουσίας οι άνθρωποι νομίζουν ότι αναπαράγουν την προσωπικότητα και τη κοινωνικότητά τους αλλά κυρίως αναπαράγουν τις συνθήκες της αποστέρησης και την αποξένωσή τους όχι μόνο από την τάξη τους αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό τους, καθώς η ψευτοεπικοινωνιακή γλώσσα αδειάζει το βίωμα από την ουσία του. Όσο περισσότερο δέχεται κανείς να εντάσσει στο λόγο του το κυρίαρχο λεξιλόγιο τόσο απομακρύνεται από τη δική του συνείδηση. Οι λέξεις του δεν του ανήκουν αλλά οργανώνουν το εχθρικό σκηνικό της υποτέλειας μέσα στο οποίο λιγότερο η περισσότερο υπάρχουμε ως Προλετάριοι του Νοήματος.
Η εξουσία δημιουργεί ένα κλειστό ταυτολογικό σύστημα σημασιών που καταδικάζει σε ακατανοησία ότι δε χωράει στα σχήματά της. Εν αρχή ην ο λόγος της εξουσίας και ο λόγος ην προς την εξουσία και εξουσία ην ο λόγος.
Με θεό η χωρίς κάθε εξουσία έχει τη μεταφυσική της.
Όπως αργά η γρήγορα ο απρόσεχτος βιολόγος θα αυτοπαγιδευτεί στην ανώδυνη φράση: «το τάδε είδος παρουσιάζει αυτό το χαρακτηριστικό για να προστατευτεί από τους εχθρούς του» και χωρίς να το αντιληφθεί θα πετάξει τους τόμους του δαρβινισμού στα σκουπίδια μπάζοντας με το αθόρυβο «για να» τον ευφυή σχεδιασμό και το θεό-δημιουργό από το παράθυρο -οι αρχαϊκοί μύθοι βρίσκουν στα γλωσσικά στερεότυπα ιδανικούς ξενιστές- έτσι οι άνθρωποι αναπαράγοντας στον καθημερινό τους λόγο τα αθόρυβα κλισέ του κυρίαρχου λόγου αποδέχονται μια εικόνα του κόσμου στην οποία η υποταγή τους αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη που τον συνέχει.
Οι αγορές ανησυχούν! Στο τετριμμένο αυτό κλισέ που διανθίζει καθημερινά το λόγο των αμόρφωτων η εντεταλμένων δημοσιογράφων, αποκαλύπτεται η μεταφυσική οντολογία του νεοφιλελευθερισμού. Οι αγορές απόκτησαν συναισθήματα και ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά και το χρηματοπιστωτικό σύστημα αναλήφθηκε σε έναν υπερουράνιο χώρο προς τον οποίο μπορούμε μόνο να απευθύνουμε με ταπεινότητα τους ύμνους, τις δεήσεις και τις παρακλήσεις μας. Μπορούμε ακόμα να παρακολουθούμε τις αναλύσεις των τεχνικών της εξουσίας με την προσήλωση που άλλοτε παρακολουθούσαμε τις συζητήσεις των θεολόγων για το φύλλο των αγγέλων.
Η βασική εγκαταστημένη παρανόηση πάνω στην οποία ερίδεται η αλλοτριωμένη σχέση των ανθρώπων με τη γλώσσα βρίσκεται στην ψευδαίσθηση ότι η γλώσσα αντανακλά παθητικά την πραγματικότητα, ότι τα γεγονότα είναι «ουδέτερα» και είναι δυνατή η καταγραφή τους όπως πραγματικά υπάρχουν «εκεί έξω». Αυτή η παραδοχή εξασφαλίζει την πίστη στην καθολική εγκυρότητά της και συσκοτίζει το γεγονός ότι πρόκειται για ιδεολογική δομή η οποία προσδίδει στη φυσική ή κοινωνική πραγματικότητα μια συγκεκριμένη εννοιολογική οργάνωση, παρουσιάζοντάς την αιώνια και φυσική ενώ στην πραγματικότητα είναι μεταβατική, ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένη.
Η κάθε γλωσσική μόδα της εξουσίας αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ιστορικότητα της αλλοτρίωσης αλλά ταυτόχρονα μιας ιστορικότητας της σύγκρουσης που μοιραία αναδύεται όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με την αντίφαση ανάμεσα στις κυρίαρχες ψευδαισθήσεις και τις υλικές συνθήκες της ζωής τους. Η συγκρότηση της γλώσσας θα πρέπει να κατανοηθεί όχι ως μια κατασκευή της εξουσίας αλλά ως προϊόν κοινωνικής σύγκρουσης. Μιας άνισης βέβαια σύγκρουσης. Οι λέξεις υπηρετούν την εξουσία καλυτέρα απ' ότι υπηρετούν τους ανθρώπους.
Όμως, αν και πάντα είναι αργα να κλεισεις την κερκόπορτα που άφησες ανοιχτή, ο αγώνας δεν τελειώνει στο κατώφλι της, γιατί το ζωντανό θα εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στη Νεκρή Θάλασσα του Κεφάλαιου και το αληθινό θα εξακολουθεί να υπάρχει ως στιγμή μέσα στο ψεύτικο, εφόσον οι άνθρωποι παραμένουν πραγματικοί και η ζωή τους δεν έχει συρρικνωθεί σε θεωρητικό σχήμα.
Αυτές οι στιγμές όπου η επιθυμία γίνεται συνειδητή είναι τα προγεφυρώματα της δικής μας γλώσσας απ’ όπου θα πρέπει να οργανώνεται η επιθυμία για συνείδηση. Η δική μας γλωσσά είναι η γλώσσα της βιωμένης ποίησης και όχι της ποιητικής εξιδανίκευσης του βιώματος, της πραγματοποιημένης φιλοσοφίας, όχι της φιλοσοφικής θεώρησης της πραγματικότητας. Στη δική μας γλωσσά η επαναστατική θεωρία και οι λέξεις των ερωτευμένων βρίσκονται στην ίδια επικράτεια.
Η δική μας γλώσσα θα είναι εγγεγραμμένη στον ενεστώτα διαρκείας της διακινδύνευσης και όχι στον συντελεσμένο μέλλοντα της ζωής του μέλλοντος αιώνος σαν τον πρωτογονισμό της ιδιολέκτου του ΚΚΕ της οποίας ο εκκωφαντικός μπρουταλισμός και η αξιοθρήνητη λεξιπενία – λυκοσυμμορία, πλουτοκρατία, ευρωμονόδρομος και πεντέξη ακόμα λέξεις- πάνε αγκαλιά με το συντακτικό της θεοκρατίας.
Δεν θέλουμε να οικοδομήσουμε την τέλεια γλώσσα, ούτε τον τέλειο κόσμο. Θέλουμε να μεγαλώνουμε την επικράτεια της αλήθειας και να κάνουμε τον κόσμο λιγότερο ανυπόφορο και ωμό από όσο είναι σήμερα
Όσο πιο πολύ αποτοξινώνονται οι άνθρωποι από την ξύλινη γλώσσα της εξουσίας τόσο πιο πολύ θα νιώθουν την ανάγκη να της αντισταθούν
Πηγή:
Εντροπία